- εξυβριστικός
- -ή, -όαυτός που γίνεται για εξύβριση, προσβλητικός («εξυβριστικό δημοσίευμα»)·[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Γ. Λάτρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξυβριστικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για εξύβριση ή που προκαλεί εξύβριση, ο προσβλητικός: Εξυβριστική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβελλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιβελλογραφία, δυσφημιστικός, εξυβριστικός («λιβελλογραφικό δημοσίευμα»). επίρρ... λιβελλογραφικώς και ά υβριστικά, δυσφημιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
ονείδειος — ὀνείδειος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. ονειδιστικός, εξυβριστικός 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. ειος (πρβλ. παίδ ειος)] … Dictionary of Greek